Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

empty morph


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο empty παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: morph
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
empty adj (without contents) (κυρ: χωρίς περιεχόμενο)άδειος επίθ
  (επίσημο)κενός επίθ
 I drank all my coffee, and now my cup is empty!
 Ήπια όλον τον καφέ μου και τώρα το φλιτζάνι μου είναι άδειο!
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δυστυχώς δεν υπάρχουν κενές θέσεις αυτή τη στιγμή στην εταιρεία μας.
empty [sth] vtr (remove contents)αδειάζω ρ μ
  (επίσημο)εκκενώνω ρ μ
  κενώνω ρ μ
 Empty that box please, I need to use it for my books.
 Άδειασε αυτό το κουτί, σε παρακαλώ. Το χρειάζομαι για τα βιβλία μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
empty adj (vacant, not in use)άδειος επίθ
  (επίσημο)κενός επίθ
 We can build on the empty space beside us.
 Μπορούμε να χτίσουμε στον άδειο χώρο δίπλα μας.
 Μπορούμε να χτίσουμε στον κενό χώρο δίπλα μας.
empty adj (without people)άδειος επίθ
  (επίσημο)κενός επίθ
 The driver took the empty bus back to the depot.
 Ο οδηγός πήγε το άδειο λεωφορείο πίσω στο αμαξοστάσιο.
 Ο οδηγός πήγε το κενό λεωφορείο πίσω στο αμαξοστάσιο.
empty adj (devoid of)χωρίς πρόθ
  δεν έχω περίφρ
  (με γενική)κενός επίθ
 His face was empty of expression.
 Το πρόσωπό της δεν είχε έκφραση.
empty adj (superficial) (μεταφορικά)κούφιος επίθ
  κενός επίθ
 Cosmetics offer the empty promise of eternal youth.
 Τα καλλυντικά δίνουν την κούφια υπόσχεση της αιώνιας νεότητας.
empty adj (without force) (μεταφορικά)κενός επίθ
  (μεταφορικά: απειλή)κούφιος επίθ
 All these politicians are giving us is empty rhetoric; we want action!
 Όλοι αυτοί οι πολιτικοί μας λένε κενά λόγια, εμείς θέλουμε δράση!
empty adj (mathematics: null) (επίσημο)κενός επίθ
 The empty set has no elements.
 Το κενό σύνολο δεν έχει στοιχεία.
empty adj (frivolous) (μεταφορικά)κενός, κούφιος επίθ
  άνευ νοήματος, άνευ αξίας φράση
  ευτελής επίθ
 He thought that chat shows were empty entertainment.
 Θεωρούσε ότι τα τοκ σόου ήταν ευτελής διασκέδαση.
empty n (container without content)άδειος επίθ ως ουσ
  κενός επίθ ως ουσ
 The full ones are on the left and the empties on the right.
 Τα γεμάτα είναι αριστερά και τα άδεια δεξιά.
 Τα γεμάτα είναι αριστερά και τα κενά δεξιά.
empty vi (waterway) (επίσημο)εκβάλλω ρ αμ
  χύνομαι ρ αμ
 The river empties into the gulf.
 Ο ποταμός εκβάλλει στον κόλπο.
 Ο ποταμός χύνεται στον κόλπο.
empty vi (become empty)αδειάζω ρ αμ
Σχόλιο: Το ρήμα 'αδειάζω' είναι και μεταβατικό ρήμα σε άλλες περιπτώσεις.
 As the water leaks out, the bath will eventually empty.
 Καθώς το νερό ρέει προς τα κάτω, η μπανιέρα θα αδειάσει.
empty [sth] vtr (unload)αδειάζω ρ μ
  (π.χ. όχημα)ξεφορτώνω ρ μ
 The removals men emptied the van.
 Οι εργάτες της μεταφορικής άδειασαν το φορτηγάκι.
 Οι εργάτες της μεταφορικής ξεφόρτωσαν το φορτηγάκι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
empty [sth] out,
empty out [sth]
vtr phrasal sep
(container, pockets: take out contents)αδειάζω ρ μ
 We emptied out the entire bottle of red wine.
empty out vi phrasal (room: of people)αδειάζω ρ αμ
 The hall emptied out as people left for home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
empty chair n as adj (non-attendance) (σε γενική)αποχής ουσ θηλ
 The other side in the negotiations adopted an empty chair strategy in response to the disagreement.
empty nest n figurative (home: children have left) (μεταφορικά)άδεια φωλιά επίθ + ουσ θηλ
  (πιο απλά)άδειο σπίτι όταν φύγουν τα παιδιά περίφρ
empty nest syndrome n (after children leave) (αφού φύγουν τα παιδιά από το πατρικό)σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς φρ ως ουσ ουδ
empty nester (child has moved away)γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
empty [sth] out,
empty out [sth]
vtr + adv
(take out: contents of [sth])αδειάζω ρ μ
 Jessica emptied out the contents of her handbag onto the kitchen table.
empty space n (area: no objects)κενός χώρος, άδειος χώρος ουσ αρσ
empty space n (parking place: unoccupied)θέση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πάρκινγκ ουσ ουδ άκλ
  (κατά λέξη)κενή θέση, ελεύθερη θέση επίθ + ουσ θηλ
empty space n figurative (lack of [sth](μεταφορικά)κενό ουσ ουδ
 Since he died, there's been an empty space in my life.
empty stomach n (state: not having eaten)άδειο στομάχι επίθ + ουσ ουδ
 It's not a good idea to drink alcohol on an empty stomach.
empty suit n US, figurative, pejorative, informal (powerful, ineffectual person)ανδρείκελο ουσ ουδ
empty threat n (threat unlikely to be fulfilled)κούφια απειλή, κενή απειλή επίθ + ουσ θηλ
 I am not scared of what he will do; he has just made empty threats.
empty words npl informal (talk: insincere) (μεταφορικά)κενές λέξεις έκφρ
  (μεταφορικά)κενά λόγια έκφρ
empty-chair [sb] vtr UK (display chair of [sb] refusing to debate)μη διαθέσιμη μετάφραση
empty-handed adj (carrying nothing)με άδεια χέρια περίφρ
 While I was bringing in the groceries, my brother just stood there empty-handed without even offering to help!
empty-handed adj figurative (having gained nothing) (μεταφορικά)με άδεια χέρια περίφρ
 After a week of searching, they still came back empty-handed.
empty-headed adj (unintelligent, silly)ανόητος επίθ
  χαζός επίθ
  (καθομιλουμένη)κουφιοκέφαλος επίθ
half-empty adj (half of contents remaining)μισοάδειος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση empty morph στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «empty morph».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!